φαγώσιμος

φαγώσιμος
-η, -ο
1. αυτός που μπορεί κανείς να τον φάει, που επιτρέπεται να φαγωθεί: Το κρέας της καμήλας είναι φαγώσιμο.
2. μτφ., υποφερτός, νόστιμος, που τρώγεται, που πάει κι έρχεται.
3. το ουδ. πληθ. ως ουσ., φαγώσιμα τρόφιμα, τροφές.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φαγώσιμος — η, ο, Ν 1. αυτός που μπορεί να φαγωθεί, βρώσιμος, εδώδιμος 2. μτφ. (για πρόσ.) υποφερτός 3. (το ουδ. συν. στον πληθ. ως ουσ.) τα φαγώσιμα τα τρόφιμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί από το θ. τού αορ. τού τρώγω (πρβλ. να φάγω, βλ. και λ. φαγεῖν)… …   Dictionary of Greek

  • άδαιτος — ἄδαιτος, ον (Α) [δαίνυμι] 1. ο μη φαγώσιμος 2. όταν πρόκειται για θυσία (θυσία ἄδαιτος), σημαίνει τη θυσία, από τα ειδωλόθυτα* τής οποίας δεν επιτρέπεται να φάει κανείς για λόγους θρησκευτικούς …   Dictionary of Greek

  • αμυγδαλόψιχα — και μυγδαλόψιχα, η η ψίχα, ο φαγώσιμος καρπός τού αμύγδαλου που βρίσκεται μέσα στο κέλυφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμύγδαλο + ψίχα] …   Dictionary of Greek

  • ανέδεστος — ἀνέδεστος, ον [έδομαι] ο μη φαγώσιμος …   Dictionary of Greek

  • βρωτός — βρωτός, ή, όν (Α) 1. φαγώσιμος 2. το ουδ. ως ουσ. το φαγητό. [ΕΤΥΜΟΛ. Ρηματικό επίθετο < (θ.) βρω του ρ. βιβρώσκω*, που συνδέεται πιθ. με λιθ. girtas «μεθυσμένος» και με αρχ. ινδ. ġīrnά «καταβροχθισμένος»] …   Dictionary of Greek

  • βρώσιμος — η, ο (AM βρώσιμος, ον) [βρώσις] ο κατάλληλος να φαγωθεί, φαγώσιμος …   Dictionary of Greek

  • εβέλομα — το φαγώσιμος βασιδιομύκητας με σπόρια στο χρώμα τής σκουριάς και υπόξανθα ελάσματα …   Dictionary of Greek

  • εδανός — (I) ἑδανός, ή, όν (Α) (για το λάδι) εύγευστος, λαμπρός (πρβλ. και ηδανός). (II) ἐδανός, ή, όν (Α) 1. βρώσιμος, φαγώσιμος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐδανόν η τροφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. εδ τού έδω*] …   Dictionary of Greek

  • εδεστός — ἐδεστός, ή, όν (Α) [έδω] 1. φαγώσιμος, εδώδιμος 2. καταφαγωμένος, καταναλωμένος 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐδεστόν φαγητό, φαγώσιμο, έδεσμα …   Dictionary of Greek

  • εδώδιμος — η, ο (AM ἐδώδιμος, η, ον και ος, ον) [εδωδή] φαγώσιμος («εδώδιμος καρπός») νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα εδώδιμα τα τρόφιμα αρχ. μαγειρεμένος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”